Εγκατάσταση ομογενών, επαναπατρισμός και παλιννόστηση
Στο παρόν πόνημα, θα εξετασθούν οι επιδράσεις που επέφερε η παλιννόστηση και μετεγκατάσταση ομοεθνών ελληνικών πληθυσμών από τις χώρες που διαβιούσαν στην Ελλάδα, τόσο στις κοινότητες αυτές όσο και στο ελληνικό κράτος κατά την περίοδο 1921-2021.
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, θα εξετασθούν οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές κ.λπ. επιδράσεις της παλιννόστησης και εγκατάστασης προσφύγων ομογενών στην διάρκεια του αιώνα. Η όλη εξέταση του αντικειμένου, θα βασισθεί σε έγκριτη βιβλιογραφία.
Α. Εννοιολογικοί Ορισμοί
Κατ’αρχάς, η έννοια ομογενής σημαίνει αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος και χρησιμοποιείται συγχρόνως για άτομα που έχουν γεννηθεί από δύο ή έστω έναν Έλληνα γονέα. Η «εγκατάσταση ομογενών», είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ελληνικής καταγωγής, τα οποία γεννήθηκαν σε άλλο κράτος του οποίου έχουν την ιθαγένεια και για κάποιους λόγους –ανωτέρας βίας- έρχονται ή τους φέρνουν στην Ελλάδα.
Ο όρος «παλιννόστηση», αναφέρεται σε άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, τα οποία επιστρέφουν για οριστική επανεγκατάσταση στην γενέτειρα, έχοντας αποδημήσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Διαφοροποίηση του ορισμού γίνεται για τα άτομα που κατέφυγαν λόγω εμφυλίου σε χώρες του «σιδηρού παραπετάσματος» και γι΄ αυτά χρησιμοποιείται ο όρος «επαναπατρισμός». (Κόντης, 2002, σ.258)
Β. Εγκατάσταση Ομογενών
1) Πρόσφυγες Μικρασιατικής Καταστροφής
Αναμφισβήτητα, η Μικρασιατική καταστροφή συγκλόνισε συθέμελα τον ελληνισμό και η έλευση -με την ανταλλαγή πληθυσμών- πλέον του ενός εκατομμυρίου προσφύγων σε πληθυσμό σχεδόν πέντε εκατομμυρίων, είχε τεράστιες επιπτώσεις στο ελλαδικό κράτος (Κανδηλάπτη, 2003, σ. 258 και Λιανού σσ 39-40).
Οι πανάρχαιες εστίες της ελληνικής Ιστορικής Διασποράς με τρισχιλιετή ιστορία, αποψιλώθηκαν από ελληνικούς πληθυσμούς σε Μικρά Ασία, Ανατολική Θράκη και Εύξεινο Πόντο και όσοι παρέμειναν, εξισλαμίσθηκαν και εκτουρκίσθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εκτός αδιευκρίνιστου αριθμού κρυπτοχριστιανών (Κανδηλάπτη, 2003, στο ίδιο).
Στο ελληνικό κράτος, η εγκατάσταση των προσφύγων της ανταλλαγής του 1923 επέδρασε πολυποίκιλα. Υπήρξαν αρκετά θετικά στοιχεία, τα οποία εξετάζουμε ακολούθως.
- Δημογραφικά: οι πρόσφυγες αύξησαν τον πραγματικό πληθυσμό και με την αποδημία περίπου 300 χιλιάδων Τούρκων μουσουλμάνων, το ελληνικό κράτος ομογενοποιήθηκε εθνικά και θρησκευτικά. Η εγκατάσταση του μισού πληθυσμού των προσφύγων στις περιφέρειες, επέφερε μεγάλη αύξηση του αγροτικού πληθυσμού, ενώ ενισχύθηκαν τα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης με την εγκατάσταση του άλλου μισού.
- Οικονομικά: Οι πρόσφυγες έφεραν διάφορα κινητά περιουσιακά στοιχεία, καθώς και επαγγελματικές γνώσεις, με αποτέλεσμα αύξηση της αγροτικής παραγωγής και της βιομηχανικής, στις πόλεις, λόγω της απότομης μεγάλης παροχής φθηνού εργατικού δυναμικού και αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις. Επίσης μεγάλη αύξηση παρουσίασε και ο οικοδομικός κλάδος, για στέγαση, σχολεία κ.λπ. των προσφύγων, τα οποία καλύφθηκαν με δημόσιες επενδύσεις.
- Πολιτικά: Τα κεντρώα και αριστερά κόμματα αύξησαν κατακόρυφα την εκλογική τους βάση, αφού οι οργανώσεις των προσφύγων τάχθηκαν αναφανδόν με την Βενιζελική παράταξη, επιτρέποντας πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
- Πολιτισμικά: Εμπλουτίσθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, με μεγάλους λογοτέχνες, μουσική, ακόμα και μαγειρική (Κόντης, Φακιολάς, 2002, σσ. 262, 269-272).
Η εγκατάσταση τόσων προσφύγων όμως, είχε και αρκετές αρνητικές συνέπειες.
- Πρωταρχικής σημασίας ήταν το δημοσιονομικό κόστος, το οποίο καλύφθηκε με εξωτερικό δανεισμό, με συνέπεια την υπερχρέωση του κράτους.
- Μέσω της αγροτικής αποκατάστασης και του αμφισβητούμενης επιτυχίας προγράμματος εκσυγχρονισμού της γεωργίας (Ανδριώτης, 2020, σ. 226), δημιουργήθηκαν τριβές στον διαμοιρασμό των γαιών με τους ντόπιους αγρότες, μείωση στα βοσκοτόπια, ενώ η απαλλοτρίωση μεγάλων κτημάτων προς χάριν των προσφύγων, ειδικά στη Θεσπρωτία, ενέτεινε το μίσος των πλούσιων γαιοκτημόνων Τσάμηδων (στο ίδιο σσ. 24-25).
- Η εγκατάσταση προσφύγων έγινε με κριτήριο την προέλευση των ατόμων από την ίδια περιοχή. Στην επαρχία δημιουργήθηκαν εντάσεις με διπλανά χωριά, ενώ στις πόλεις δημιουργήθηκαν συνοικίες εθνικοτοπικών ομάδων, μερικές από τις οποίες, λόγω φτώχειας (π.χ. η φαβέλα της Καισαριανής και η παραγκούπολη σε Κοκκινιά, Δραπετσώνα), αποτέλεσαν εστίες διαφόρων προβλημάτων, όλα απόρροια της ανάγκης άμεσης περίθαλψης-στέγασης των προσφύγων με επιτάξεις και συχνά καταλήψεις κτιρίων (Ανδριώτης, 2020, σ. 174-175).
- Οι πρόσφυγες στις πόλεις, ήρθαν σε έντονο ανταγωνισμό με τους ντόπιους με αποτέλεσμα την καταβαράθρωση της αμοιβής εργασίας λόγω υπερπροσφοράς εργατών (φαινόμενο: «επαγγελματικού πληθωρισμού»)· το ίδιο συνέβη και με το λιανικό μικρεμπόριο (Ανδριώτης ό.π., σσ. 26-27 και 299-321), ενώ συγχρόνως καταστρατηγήθηκαν οι εργασιακοί νόμοι.
- Στον τομέα της πολιτικής, οι πρόσφυγες ταυτίσθηκαν με την Βενιζελική παράταξη καθιερώνοντάς την πολιτικά σχεδόν επί δεκαετία. Κατόπιν, επειδή οι προσδοκίες τους της αποκαταστάσεως και αποζημιώσεως δεν ικανοποιήθηκαν, κυρίως με το Σύμφωνο Ελληνοτουρκικής Φιλίας του 1930, οδήγησαν τους πρόσφυγες σε απομάκρυνση από τον Βενιζελισμό και προσχώρηση σε άλλες πολιτικές παρατάξεις. Κατά τον μεσοπόλεμο και ειδικώτερα κατά την Κατοχή, μεγάλο μέρος της προσφυγικής φτωχολογιάς εντάχθηκε στο ΚΚΕ, μετατρέποντας ολόκληρες συνοικίες σε κόκκινες γειτονιές (π.χ. Βύρωνας, Καισαριανή) (Ανδριώτης, ό.π., σσ. 307-312). Οι πολιτικοί κλυδωνισμοί που ακολούθησαν οδήγησαν σε κρίση το δημοκρατικό πολίτευμα, με αποτέλεσμα το καθεστώς Μεταξά. Μεταπολεμικά, αμβλύνθηκαν οι κάποιες διαφοροποιήσεις και οι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν απόλυτα στον γηγενή πληθυσμό, πλην διατηρώντας πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, έθιμα, κ.λπ.
2) Πρόσφυγες Πόντιοι από την ΕΣΣΔ
Οι ελληνικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν από την αρχαιότητα στις περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, καθώς και αυτοί που μετοίκησαν σε αυτές λόγω της Τουρκικής Γενοκτονίας πριν την εξεταζόμενη περίοδο, θεωρήθηκαν ξένο (ΕΜΚΕ-Πουλοπούλου, 2005, σ. 56) και ίσως εχθρικό σώμα μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων-κομμουνισμού στις χώρες αυτές, ίσως λόγω και της Βενιζελικής εκστρατείας στήν Κριμαία το 1919.
Πρόσφυγες αυτού του πληθυσμού ομογενών που υπολογίζεται στο ένα εκατομμύριο, ήλθαν τμηματικά στο Ελλαδικό κράτος ανά μερικές χιλιάδες, όταν τους δινόταν άδεια από το κομμουνιστικό καθεστώς κατά την διάρκεια διώξεων και εκκαθαρίσεων. Έτσι έχουμε 58.526 μέχρι το 1928, λόγω κολλεκτιβοποίησης 7.000 την περίοδο 1929-1933, λόγω Σταλινικών εκκαθαρίσεων 20.000 το 1938-39. Όταν το κομμουνιστικό καθεστώς χαλάρωσε λίγο τα καταπιεστικά μέτρα άρχισε να δίνεται άδεια στους ομογενείς για έξοδο στην Ελλάδα και έτσι έχουμε την έλευση περίπου 100 οικογενειών από το Καζακστάν το 1957, περίπου 30.000 την περίοδο 1965-1985 και λιγοστών το 1971 (Κανδηλάπτη, 2003, σσ.260-261).
Με την κατάρρευση του κομμουνισμού, από το 1989 και μέχρι το 2001 υπήρξε ένα κύμα ομογενών που ήλθαν για εγκατάσταση υπολογιζόμενο σε περίπου 160.000 (Κόντης, 2002, σσ. 278-279). Σε αυτούς, οφείλουμε να προσθέσουμε και 2.000 περίπου που το ελληνικό κράτος απεγκλώβισε το 1993 από την εμπόλεμη ζώνη στο Σοχούμι της Γεωργίας, με την συγκαλυμμένη στρατιωτική επιχείρηση: «Χρυσόμαλλο Δέρας».
Η μετανάστευση των Ποντίων στην Ελλάδα, εξάλειψε τις κοινότητές τους στην Σοβιετική ενδοχώρα, Καύκασο κλπ, ενώ αποψίλωσε εν πολλοίς τις λιγοστές κοινότητες πλησίον του Ευξείνου Πόντου, χωρίς ωστόσο να τις εξαφανίσει (π.χ. η Μαριούπολη διαθέτει ακόμη σημαντικό στοιχείο.)
Οι Πόντιοι που εγκαταστάθηκαν μέχρι και τον Μεσοπόλεμο στην Ελλάδα, έτυχαν της ίδιας κυβερνητικής μέριμνας με τους Μικρασιάτες και επέδρασαν επίσης επί τα ίδια σε κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ένα σημαντικό μέρος αυτών των ομογενών που δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή οικονομική διαβίωση, αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Πολλοί από αυτούς παλινόστησαν όπως θα δούμε παρακάτω και οι σύλλογοί τους βοήθησαν την εγκατάσταση των Ποντίων που ήλθαν μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού της ΕΣΣΔ στην Ελλάδα (Κόντης, 2002, στο ίδιο).
Αυτό το τελευταίο κύμα Ποντίων που ήλθε σε περίοδο δεκαετίας, δεν είχε την ίδια αριθμητική βαρύτητα για να προκαλέσει μεγάλες αναταράξεις και καθώς δεν υπήρχε αντίστοιχο πρόγραμμα αγροτικής πολιτικής, εγκαταστάθηκαν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου απασχολήθηκαν ως φθηνό εργατικό δυναμικό, ή στο μικρεμπόριο των λαϊκών αγορών. Ωστόσο έπαιξαν κάποιον πολιτικό ρόλο, διότι και αυτοί με την σειρά τους υποστήριξαν το τότε κυβερνών κόμμα αναμένοντας να τους αποκαταστήσει.
3) Πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης-Ίμβρου-Τενέδου
Αυτός ήταν ένας πληθυσμός περίπου 120.000 ομογενών, οι οποίοι εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής πληθυσμών του 1922 σε αντιστάθμισμα περίπου ίδιου αριθμού μουσουλμάνων της Θράκης. Αποτελείτο από άτομα υψηλού μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου και μεγάλης πολιτισμικής δραστηριότητας.
Το Τουρκικό κράτος, εφαρμόζοντας πάγια μειονοτική πολιτική εναντίον τους, με ειδική φορολόγηση (βαρλίκ), κρατικές και θεσμικές διώξεις, καθώς και απροκάλυπτη βία (Σεπτεμβριανά 1955) και τέλος απελάσεις (1964-1966) (Σημείωση: και στις δύο περιόδους πλήττονταν τα Τούρκικα και Βρετανικά συμφέροντα στην Κύπρο με ΕΟΚΑ και υπόθεση Κοφίνου).
Η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, δεν δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα στο κράτος και στους ίδιους, διότι αφ΄ενός διέθεταν οι περισσότεροι εργασιακά προσόντα και αφ΄ετέρου ήλθαν επίσης σε μικρό αριθμό τμηματικά και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Νέας Σμύρνης και Παλαιού Φαλήρου στην Αθήνα όπου υπάρχουν εθνικοτοπικές τους ομάδες, με εξαίρεση κάποιους φτωχότερους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό (π.χ. 3.500 Ίμβριοι στη Ν.Υόρκη) (Κόντης, 2002, σσ. 273-274).
4) Πρόσφυγες Αιγύπτου
Ο ελληνισμός της Αιγύπτου στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, αριθμούσε περί τις 80.000 και έφθασε σχεδόν τις 100.000 με την εγκατάσταση προσφύγων Μικρασιατών, με τον μισό πληθυσμό να κατοικεί στην Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε συγκυριακά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της εγκατάστασης της εξόριστης κυβέρνησης και εισροής αγωνιστών. Μετά την λήξη του πολέμου, αφ΄ενός έφυγαν οι προσωρινοί μετανάστες και αφ΄ετέρου πολλοί Αιγυπτιώτες επίσης μετανάστευσαν, επειδή η πολιτική κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται εναντίον των ξένων και έτσι η κοινότητα το 1947 αριθμούσε 31.000 μέλη.
Η χαριστική βολή στον ελληνισμό της Αιγύπτου, δόθηκε από την επανάσταση του Νάσερ το 1952 που ανάγκασε σε φυγή σχεδόν το σύνολο της κοινότητας, που κατέφυγε στο μεγαλύτερο ποσοστό της στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και ΗΠΑ.
Η εγκατάσταση αυτών των ομογενών στην Ελλάδα, δεν δημιούργησε ιδιαίτερο πρόβλημα διότι και αυτοί ήρθαν τμηματικά και ήσαν σχετικά λιγοστοί αριθμητικά και επίσης ήταν κυρίως κοσμοπολίτες με υψηλή μόρφωση και εμπορικές δεξιότητες, οπότε η αποκατάστασή τους έγινε γρήγορα χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη υποβοήθηση από την πολιτεία (Τομαρά-Σιδέρη, 2002, σσ. 300-304 ; Κόντης-Φακιολάς, 2002, σσ. 275-276).
Η ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα άν και πολύ ολιγομελής, αφού συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο με τον απεγκλωβισμό περίπου 150 ομογενών το 2011 με τρία C-130, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που προκλήθηκε από το κίνημα των «Αδελφών Μουσουλμάνων».
5) Ομογενείς Βορείου Ηπείρου
Η ελληνική κατοίκηση της περιοχής, ανάγεται στα χρόνια της πρώιμης αρχαιότητας και ο όρος Βόρειος Ήπειρος δημιουργήθηκε μετά την ίδρυση του Αλβανικού κράτους το 1913, για να την διαχωρίσει από την Ήπειρο που συμπεριλήφθηκε στην ελληνική επικράτεια.
Από δημιουργίας του, το Αλβανικό κράτος ακολούθησε σταθερή ανθελληνική μειονοτική πολιτική έναντι ενός πληθυσμού 400.000, με καταπάτηση των μειονοτικών, θρησκευτικών δικαιωμάτων και της ελληνόφωνης εκπαιδεύσεως.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα απαγόρευσε την θρησκεία, ενέτεινε τις διώξεις και δήμευσε τις περιουσίες, αφαίρεσε από την περιοχή της Χειμάρρας το μειονοτικό καθεστώς ενώ παράλληλα εποίκισε τις λοιπές μειονοτικές περιοχές με Αλβανούς του βορρά, σε ένα κράτος-φυλακή περιβαλλόμενο από συρματοπλέγματα.
Η πτώση του κομμουνισμού το 1990, επέτρεψε το άνοιγμα των συνόρων και την μαζική έξοδο των Βορειοηπειρωτών και πολλών Αλβανών προς την Ελλάδα, όπου βρήκαν απασχόληση ως εργάτες γης και βιομηχανίας. Η μετακομμουνιστική δημοκρατία της Αλβανίας, αντί να επιστρέψει τις γαιοκτησίες στους νόμιμους προπολεμικούς ιδιοκτήτες τους, με τον νόμο 7501 του 1991 που εφαρμόσθηκε μόνο στις μειονοτικές περιοχές του νότου, απέδωσε δύο στρέμματα γης ανά άτομο στους Βορειοηπειρώτες και Αλβανούς εποίκους, ενώ συνεχίστηκαν με διάφορους τρόπους οι διώξεις της ομογένειας (π.χ. απέλαση επισκόπου Μεηδώνη, εμφάνιση Αλβανών με πλαστούς τίτλους κατοχής γης, κ.λπ).
Το αποτέλεσμα αυτών των διώξεων ήταν η μείωση της μειονότητας στην Αλβανία σε περίπου 50.000 σήμερα, ενώ οι υπόλοιποι έχουν εγκατασταθεί και ενσωματωθεί εν πολλοίς στην Ελλάδα, προσπαθώντας να διατηρήσουν την παρουσία και περιουσία τους στην Αλβανία με επισκέψεις.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι το ελληνικό κράτος και η ιδιωτική πρωτοβουλία, προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις με την Αλβανία (π.χ. η παράνομη απόφαση Παπούλια και υπουργικού συμβουλίου του 1987 περί άρσης του εμπολέμου, χωρίς ψήφιση από την Βουλή όπως ορίζουν οι νόμοι), αλλά τα επενδυτικά σχέδια και επιχορηγήσεις δεν ωφέλησαν ιδιαίτερα την μειονότητα, ενώ εκκρεμές παραμένει το θέμα του εμπολέμου και των μεσεγγυημένων περιουσιών των εγκληματιών πολέμου Τσάμηδων, που χρησιμοποιούνται για εδαφικές διεκδικήσεις. (Κανδηλάπτη, 2003, σσ. 211-217).
6) Επιχειρήσεις απεγκλωβισμού ομογενών
Εκτός της ανωτέρω περιπτώσεως απεγκλωβισμού ομογενών από το Σοχούμι Γεωργίας, υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις απεγκλωβισμού ομογενών από εμπόλεμες ζώνες. Αυτές ήταν: η επιχείρηση Κέδρος το 2006 στον Λίβανο, όπου διασώθηκαν 352 Έλληνες και 2.295 αξιωματούχοι και πολίτες διαφόρων εθνικοτήτων, καθώς και δύο επιχειρήσεις στην Λιβύη μερικών εκατοντάδων Ελλήνων το 2011 και 2014 (επιχείρηση Αγήνωρ). Οι ομογενείς αυτοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, ήσαν άτομα ανώτερης μορφωτικής και κοινωνικής τάξης και λιγοστοί, και συνεπώς η αποκατάστασή τους δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα.
Γ. Επαναπατρισμός
Οι Έλληνες αυτοί που αριθμούσαν περί τους 100.000-130.000, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών του «παιδομαζώματος», είχαν καταφύγει μετά την κομμουνιστική ήττα στον εμφύλιο σε χώρες της Σοβιετικής Ένωσης. Με την πάροδο του χρόνου ξεκίνησαν να επαναπατρίζονται αφού διατηρούσαν την ελληνική ιθαγένεια, πλήν 22.000 στους οποίους αφαιρέθηκε επειδή δήλωσαν «Μακεδόνες». Μέχρι το 1967, είχαν επιστρέψει περίπου 20.000, ενώ την πρώτη πενταετία της μεταπολίτευσης επέστρεψαν άλλοι τόσοι. Το 1983 καταργήθηκαν όλες οι πολιτικές απαγορεύσεις και μέσα στην δεκαετία επαναπατρίσθηκαν άλλα 20.000 άτομα.
Οι κοινότητές τους στις περιοχές που κατοικούσαν, ουσιαστικά έσβησαν με ελάχιστους εναπομείναντες, ενώ οι επαναπατρισθέντες ερχόμενοι τμηματικά και διαθέτοντας υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία, παρά την έλλειψη περιουσιακών στοιχείων και διαφορές στις εργασιακές προδιαγραφές ειδίκευσής τους με το ευρωπαϊκό σύστημα. (Κόντης, 2002, σσ. 274-275 ; Ανδριώτης, 2020, σ.56 ).
Δ. Παλιννόστηση
Οι Έλληνες έχουν μακρύ ιστορικό μετανάστευσης από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, η οποία εντεινόταν σε περιόδους οικονομικής καχεξίας. Ακριβή στατιστικά στοιχεία για την παλιννόστηση Ελλήνων μεταναστών, το ελληνικό κράτος διαθέτει μόνο για την περίοδο 1977-1986 μέσω των «δελτίων άφιξης» (Λιανός, 2012, σ. 109 ; Κόντης, 1997, σ. 67 ).
Στην περίοδο του αιώνα που εξετάζουμε, ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα ξεκίνησε μεταπολεμικά, αρχής γενομένης από το 1955 για τα ορυχεία του Βελγίου και ακολούθως για πολλές Ευρωπαϊκές χώρες με κυριώτερη τη Δυτική Γερμανία, καθώς οι χώρες αυτές ανασυγκροτούνταν οικονομικά και χρειάζονταν εργατικό δυναμικό για τις βιομηχανίες τους. Ο συνολικός αριθμός των μεταναστών αυτής της περιόδου υπολογίζεται σε ενάμιση εκατομμύριο Ελλήνων περίπου (Κόντης, 1997, σ. 67). Οι «γκάστερμπάϊτερ» (φιλοξενούμενοι εργάτες στα γερμανικά) που δούλεψαν στις φάμπρικες της Ευρώπης την δεκαετία του ’50, άρχισαν να παλιννοστούν μαζικά το 1966-67 όταν ενέσκηψε οικονομική ύφεση στην Δυτική Γερμανία και μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 (Κόντης, 2002, σ.261).
Οι παλιννοστούντες, επέστρεψαν τμηματικά ανά χρονικές περιόδους: 130.000 μεταξύ 1968-1970, 207.000 μεταξύ 1971-1975, 233.000 μεταξύ 1976-1980 και 288.000 μεταξύ 1981-1985. Η παλιννόστηση αυτή έγινε οικογενειακά όπως είχε γίνει αρχικά και η μετανάστευση και οφειλόταν σε βελτίωση των συνθηκών ζωής στην Ελλάδα στην αντίστοιχη περίοδο. Οι παλιννοστούντες, εκτός από κάποιες οικονομίες που έφεραν μαζί τους για να φτιάξουν την ζωή τους στην Ελλάδα, δεν έφεραν νέες τεχνολογικές γνώσεις που ακόμα κι άν είχαν αποκτήσει, δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην Ελλάδα που δεν είχε αντίστοιχου επιπέδου βιομηχανίες. Έτσι οι αγρότες-μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς, επέστρεψαν ως ανειδίκευτοι εργάτες και ως τέτοιοι ενσωματώθηκαν στην ελληνική κοινωνία χωρίς ιδιαίτερα μεγάλα προβλήματα (Κόντης, 2002, σσ.276-278).
Από τα υπάρχοντα στοιχεία βλέπουμε, ότι στις παροικιακές κοινότητες σε ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και Γερμανία, παρέμεινε μεγάλο μέρος των Ελλήνων μεταναστών (τα δύο τρίτα στις υπερωκεάνιες και οι μισοί στη Γερμανία) ενισχύοντας τις εκεί κοινότητες, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες οι μετανάστες παλιννόστησαν σε ποσοστό άνω του 90% (Λιανός, , σ. 81-85).
Περιληπτικώς ειπείν, από τα μεταπολεμικά μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα υπήρξαν και μεγάλα ρεύματα παλιννοστήσεως κυρίως από τις ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων οι Έλληνες αυτοί επιστρέφοντας εγκαταστάθηκαν σε μεγάλο ποσοστό κυρίως στις μεγάλες πόλεις ως εργατικό δυναμικό, όταν η απασχόληση στις χώρες υποδοχής μειώθηκε (Λιανός, ό.π., σ. 156).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στην διάρκεια του αιώνα που εξετάσαμε, το ελληνικό έθνος βίωσε τον ξερριζωμό ομογενών από τις μακραίωνες εστίες τους, με αποτέλεσμα την εγκατάστασή τους ως προσφύγων, τις περισσότερες φορές, χωρίς έστω τα στοιχειώδη. Τη μεγαλύτερη επίδραση από κάθε άποψη, επέφερε στην χώρα το προσφυγικό κύμα αποτέλεσμα της ανταλλαγής πληθυσμών του 1923, επιβαρύνοντας πρώτον οικονομικά και μετασχηματίζοντας την οικονομία με το πρόγραμμα αγροτικής παραγωγής, δεύτερον κοινωνικά, αλλά βεβαίως και πολιτικά καθώς άλλαξε το ισοζύγιο κλίνοντας προς τα αριστερά ιδεολογικά.
Το δεύτερο μεγάλο προσφυγικό κύμα ομογενών που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, ήταν αυτό των Ποντίων, οι οποίοι όμως, όπως και άλλοι πρόσφυγες, ήλθαν τμηματικά ανά χρονικές περιόδους και έτσι η εγκατάστασή τους δεν επέφερε σημαντικά προβλήματα στο ελληνικό κράτος.
Όλοι οι πρόσφυγες μετά τους Μικρασιάτες, εντάχθηκαν ως εργατικό δυναμικό ή αυτοαπασχολούμενοι κυρίως στα αστικά κέντρα και όλοι οι πρόσφυγες ανεξαιρέτως διατήρησαν ήθη και έθιμα σε κοινωνικές εθνικοτοπικές ομάδες.
Οι Βορειοηπειρώτες διαφοροποιούνται κάπως από τους άλλους, διότι ενώ στην μεγάλη πλειοψηφία τους έχουν χτίσει τις ζωές τους στο ελληνικό κράτος, ωστόσο διατηρούν κάποια παρουσία και περιουσιακά στοιχεία στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Οι παλιννοστούντες Έλληνες μετανάστες των περασμένων δεκαετιών, επέστρεψαν, περίπου οι μισοί, στην Ελλάδα όταν η οικονομική κατάσταση καλυτέρευσε, αφήνοντας όμως πίσω τους ακμάζουσες παροικίες κυρίως στις υπερωκεάνιες χώρες.
Γεώργιος Αναστασούλης