Δημόσια (αν)ασφάλεια
Καθημερινά διαβάζουμε και ακούμε στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο στην πατρίδα μας για εγκλήματα κάθε είδους. Φόνοι, ληστείες, βιασμοί, διαρρήξεις, κλοπές, εκβιασμοί, ξυλοδαρμοί, ναρκωτικά και πλείστα όσα άλλα αισχρά και αποτρόπαια αδικήματα. Η διαπίστωση είναι γενική και δεν επιδέχεται αμφιβολίες και αντιρρήσεις.
Εδώ πρέπει να γίνει μια επισήμανση: Ο διαχωρισμός σε μικροεγκληματικότητα και βαριά εγκληματικότητα δεν υπαινίσσεται ότι η πρώτη πρέπει για κάποιον λόγο να είναι περισσότερο ανεκτή στην συνείδησή μας. Σκεφθείτε έναν περιπτερά που κάθε μέρα του αφαιρούν 10 σακουλάκια με πατατάκια. Έναν κτηνοτρόφο που κάθε βράδυ του κλέβουν ένα αρνί. Μετά από λίγες μέρες ο πρώτος δεν θα έχει περίπτερο και ο δεύτερος κοπάδι. Επομένως η εγκληματικότητα είναι σχετική. Ασφαλώς η κάθε αξιόποινη πράξη θα πρέπει να τιμωρείται ανάλογα με την βαρύτητά της.
Δυστυχώς, σήμερα στην πατρίδα μας έχουμε φθάσει σε μια κατάσταση σχεδόν πλήρους ατιμωρησίας και ανομίας. Παρ’ όλον που η Αστυνομία και το Λιμενικό - Ελληνική Ακτοφυλακή, δηλαδή τα Σώματα Ασφαλείας, τα οποία ασκούν την δίωξη του εγκλήματος στην Ελλάδα μας, έχουν διαρκώς επιτυχίες έναντι κάθε είδους εγκλημάτων, και παρ’όλο που η αστυνομική μας δύναμη ως προς τον πληθυσμό μας είναι μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, εν τούτοις η ανομία ζει και βασιλεύει. Πώς συμβαίνει αυτό το παράδοξο; Η απόσπαση των αστυνομικών σε καθήκοντα προνομιακής φύλαξης των πολιτικών και όχι του απλού πολίτη είναι η μία όψη του νομίσματος, στην οποία θα αναφερθούμε εκ νέου. Η άλλη, μεγάλη, όψη του νομίσματος που κατεξοχήν ευθύνεται για την διευρυμένη ανομία είναι η έλλειψη απονομής της δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα. Η διαπίστωση αυτή δεν περιέχει ίχνος υπαινιγμού κατά των δικαστών μας, οι οποίοι σε πολύ υψηλό ποσοστό είναι έντιμοι και ακέραιοι.
Οι υπάρχοντες ποινικοί νόμοι, όπως διαμορφώθηκαν κυρίως μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μέχρι σήμερα, μόνο ως νόμοι οι οποίοι τιμωρούν και σωφρονίζουν δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν. Αφήνουμε κατά μέρος το αστείο της υποθέσεως ότι ποινικοί κρατούμενοι έχουν την δυνατότητα να λαμβάνουν άδειες.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι οι δήθεν αυτοί νόμοι είναι κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα εκείνων οι οποίοι διαρκώς παρανομούν συνειδητά έναντι του κοινωνικού συνόλου· έναντι των Ελλήνων οι οποίοι στηρίζονται, και δικαίως, στην δημόσια ασφάλεια ως απαραίτητη προϋπόθεση για την προκοπή και την πρόοδό τους.
Αυτοί οι νόμοι δυστυχέστατα δεν λειτουργούν ούτε αποτρεπτικά έναντι των επιδόξων εγκληματιών, αλλά ούτε και κατασταλτικά έναντι των συλλαμβανομένων από τις διωκτικές αρχές κακοποιών και προσαγομένων στις εισαγγελικές αρχές. Με απλά λόγια, ούτε τιμωρούν, ούτε σωφρονίζουν, ούτε παραδειγματίζουν. Αντιθέτως, ακυρώνουν στην πραγματικότητα το σημαντικό έργο των διωκτικών μας αρχών. Εάν τα στελέχη των διωκτικών μας αρχών δεν αποθαρρύνονται και δεν απογοητεύονται, τούτο συμβαίνει επειδή στην συντριπτική τους πλειοψηφία διακατέχονται από πολύ υψηλό αίσθημα ευθύνης και φιλότιμο, πολύ πιο πάνω από το επίσης πολύ υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού. Βλέπουν το επάγγελμά τους ως λειτούργημα και έτσι είναι.
Δύο νόμοι που συντείνουν στην γενική ατιμωρησία είναι οι παρακάτω:
- Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και ασυλίας βουλευτών, ο οποίος προβλέπει μια δαιδαλώδη διαδικασία που έχει επινοηθεί σκόπιμα μέχρι να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη ο υπεύθυνος.
- Ο λεγόμενος νόμος Παρασκευόπουλου, ο οποίος εξασφαλίζει πρακτικά ατιμωρησία σε σοβαρές παραβατικές συμπεριφορές.
Μία επιπλέον διάσταση που προκύπτει από τις επίσημες στατιστικές της Αστυνομίας, είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εγκλημάτων κάθε είδους, που διαπράττονται στην πατρίδα μας, προέρχεται από αλλοδαπούς εισβολείς, οι οποίοι «ως λύκοι επιχαίροντες στην αντάρα» κάνουν ό,τι θέλουν κυριολεκτικά, αφού γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να τιμωρηθούν. Οι ποινές οι οποίες επιβάλλονται είναι αστείες (βάσει των «νόμων» βεβαίως) και αυτές οι οποίες εκτίονται προκαλούν μάλλον το κλάμα, γιατί οι ίδιοι και οι ίδιοι διαρκώς παρανομούν χωρίς να τιμωρούνται. Όσον αφορά στους περιβόητους περιοριστικούς όρους, αυτοί διαρκώς και πολλάκις παραβιάζονται, χωρίς να αίρονται.
Εμείς στην «ΝΙΚΗ» δεν στεκόμαστε απέναντι στους «διολισθαίνοντες» και παρανομούντες συνανθρώπους μας, αλλά είμαστε σφόδρα κατά των εγκλημάτων τους και υπέρ της αληθινής και πραγματικής νομιμότητας.
Είναι εφικτό να επιτύχουμε την αναμόρφωση της νομοθεσίας με κύριο στόχο την εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας στην Ελλάδα και κυρίως, εν κατακλείδι, να αντιληφθούν αυτοί οι παρανομούντες συνάνθρωποί μας ότι βαδίζουν τον δρόμο της «κακίας», και πρέπει να επανέλθουν στον δρόμο της «αρετής», επιτυγχάνοντας την καλή αλλοίωση του εσωτερικού τους κόσμου με αφορμή την θεραπευτική τιμωρία που θα υποστούν και όχι να εξέρχονται χειρότεροι από τις φυλακές. Για να έχουν έτσι την δυνατότητα να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία και τον εαυτό τους και να ανατραπούν τα δόλια έργα της κομματοκρατίας όλων των αποχρώσεων, η οποία απλώς πραγματοποιεί τα νεοταξίτικα σχέδια υπακούοντας τυφλά στις εντολές σκοτεινών διευθυντηρίων.
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα σχετικό με την δημόσια ασφάλεια είναι οι αποσπάσεις των αστυνομικών. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρώπης, η Ελλάδα έχει 53% περισσότερους αστυνομικούς και ως προς τον πληθυσμό της, είναι η Νο2 χώρα στην Ευρώπη. Όμως, οι αστυνομικοί αντί να βρίσκονται στον φυσικό τους ρόλο, να προστατεύουν τον πολίτη που τους πληρώνει, είναι αποσπασμένοι στην προσωπική φύλαξη, των ολίγων, των πολιτικών. Ως αποτέλεσμα, τα αστυνομικά τμήματα στις γειτονιές, όπου υπάρχουν, είναι μόνο για γραφειοκρατικούς λόγους – και με μειωμένο αριθμό προσώπων. Χρειάζονται επάνδρωση, χρειάζεται εξοπλισμός, χρειάζεται θωράκιση του Αστυνομικού προκειμένου να υλοποιήσει απρόσκοπτα την αποστολή του.
Στη ΝΙΚΗ δεσμευόμαστε:
- Να επανδρώσουμε τα αστυνομικά τμήματα με επαρκές προσωπικό.
- Να βελτιώσουμε τον προσωπικό εξοπλισμό των αστυνομικών πρώτης γραμμής.
- Να μεριμνήσουμε για την πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα όλων των περιπολικών.
- Να εργαστούμε για την εκθεμελίωση όλων των γεωγραφικών «γκέτο» συστηματικής παρανομίας.
Μαλεσιάδας Βασίλειος - Αξιωματικός ΕΛ.ΑΣ. ε.α., Υποψήφιος Βουλευτής ΝΙΚΗΣ Αιτωλοακαρνανίας