Οικονομική ανάπτυξη μέσω του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα
Κάθε κράτος ενεργώντας με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και την ευημερία του Λαού του, προσπαθεί να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που διαθέτει, προκειμένου να πετύχει μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα έχει πολύ σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως το κλίμα, το υπέδαφος, η ηλιοφάνεια, οι υδρενεργειακές δυνατότητες, η θάλασσα, κλπ. που εάν αξιοποιηθούν κατάλληλα μέσω ενός στρατηγικού σχεδίου, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην Εθνική Οικονομία, αλλά και να επιφέρουν και σημαντικά κοινωνικά οφέλη, όπως περιορισμό ανεργίας, αστυφιλίας και μετανάστευσης, ανάπτυξη πρωτογενούς και δευτερογενούς (μεταποίηση – βιοτεχνία) παραγωγής.
Αυτό όμως που διαπιστώνεται πέραν των μεγαλόστομων διακηρύξεων για ανάπτυξη και παραγωγικότητα, είναι να παραμελείται ο βασικότερος πυλώνας της οικονομίας της πατρίδας μας, αυτός της γεωργο-κτηνοτροφικής παραγωγής, ο οποίος μπορεί να συμβάλει καθοριστικά και πολλαπλασιαστικά στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά κυρίως στην επίτευξη της διατροφικής αυτάρκειας της Ελλάδος, ενός στοιχείου το οποίο στη σημερινή εποχή αποκτά πολύ μεγάλη σημασία, λόγω των διεθνών εξελίξεων.
Τι δείχνουν όμως τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία;
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην πατρίδα μας βαίνουν συνεχώς μειούμενες τις τελευταίες δεκαετίες. Η συνολική καλλιεργούμενη γεωργική γη (αροτραίες, κηπευτική γη και μόνιμες καλλιέργειες) το 2009 ήταν 36,85 εκατομμύρια στρέμματα και το 2021 έπεσε στα 28,42 (μείωση 22,6%). Η παραγωγή της Ελλάδας σε σιτάρι το 1991 ανερχόταν σε 3.162.000 τόνους και το 2019 μειώθηκε στους 1.127.000 τόνους (μείωση 64,35%). Η Ολλανδία, με έκταση λίγο μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο, αξιοποιεί το 98% των καλλιεργήσιμων εδαφών της και οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της ξεπερνούν τα 100 δις ευρώ (2022) ενώ η εξαγωγή ελληνικών αγροτικών προϊόντων δεν ξεπέρασε τα 8,5 δις ευρώ (2022). Η Ολλανδία παράγει περίπου σε αξία 1.700 ευρώ ανά στρέμμα, ενώ η Ελλάδα αξία 190 ευρώ ανά στρέμμα.
Παρατηρείται μία σταθερή μείωση του αριθμού προβάτων-αιγών-βοοειδών που εκτρέφονται στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική αύξηση των εισαγωγών σε αντίστοιχα προϊόντα. Συγκεκριμένα από το 2010 μέχρι το 2022 η αυτάρκεια στο βόειο κρέας μειώθηκε από το 30,76% στο 12,6%, στο χοιρινό κρέας από το 38,31% στο 23% και στο κρέας πουλερικών από το 82,76% στο 75%. Μόνο στην πενταετία 2015-2019 , το εισαγόμενο κρέας μας κόστισε 5,5 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ό,τι το 1980 η Ελλάδα είχε 84% αυτάρκεια σε χοιρινό κρέας, 66% στο μοσχαρίσιο και 94% στο αιγοπρόβειο. Επίσης μεταξύ των ετών 2007 και 2021 υπήρξε μείωση στην παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κατά 24,6%, πρόβειου γάλακτος κατά 15,2% και κατσικίσιου γάλακτος κατά 21,4%.
Το 2005 είχαμε εξαγωγές ζάχαρης και η παραγωγή μας ανερχόταν σε 350.000 τόνους ζάχαρης με την τευτλοκαλλιέργεια σε έκταση να ξεπερνά τα 460.000 στρέμματα. Σήμερα το ποσοστό αυτάρκειας στην ζάχαρη είναι σχεδόν μηδενικό, όταν το κόστος εισαγωγής των απαιτούμενων ποσοτήτων για το 2020 ξεπέρασε τα 200 εκατ. ευρώ.
Κατάρρευση είχαμε και στον μηχανοκίνητο αλιευτικό μας στόλο, όταν από τα 14.775 σκάφη το 2017 μειώθηκε στα 12.148 το 2021 (μείωση 17,8%) ενώ αντίστοιχη ήταν και η μείωση των αλιευμάτων από 77.000 στους 58.000 τόνους.
Το 99% των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων και τροφίμων γίνεται από την Ε.Ε., αποκαλύπτοντας ποιος είναι ο μοναδικός ωφελημένος από την αποδιάρθρωση της εγχώριας παραγωγής μας. Εάν μάλιστα συνυπολογισθεί και το έλλειμμα στο ισοζύγιο των ζωοτροφών, τότε η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη.
Στην Ελλάδα όμως δεν είχαμε μόνο συρρίκνωση της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής. Παράλληλα σχεδόν καταστράφηκε και η ιδιαίτερα σημαντική βιομηχανική παραγωγή. Έως τις αρχές του 1980 η Ελλάδα παρήγαγε τα δικά της τρακτέρ και μηχανήματα άντλησης (Μαλκότσης, Αξελός, Παπαθανάσης), διέθετε δικά της εργοστάσια παραγωγής λιπασμάτων τα οποία κάλυπταν την εγχώρια ζήτηση και έκαναν και εξαγωγές (Α.Ε Ελληνικής Εταιρίας Χημικών Προϊόντων του Πρ. Μποδοσάκη στην Δραπετσώνα, Α.Ε. Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος στην Θεσσαλονίκη του Πρ. Μποδοσάκη, Α.Ε. Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων Νέας Καρβάλης του Στρ. Ανδρεάδη, κρατική Α.Ε. Βιομηχανίας Αζωτούχων Λιπασμάτων της Κοζάνης), διέθετε δικά της εργοστάσια παραγωγής ζωοτροφών, δικές της βιομηχανίες οι οποίες απορροφούσαν τα προϊόντα-υποπροϊόντα της γεωργίας (πχ Πειραϊκή Πατραϊκή κλπ), δική της κρατική εταιρεία αποθήκευσης και διακίνησης προϊόντων (ΚΥΔΕΠ) και τόσα άλλα τα οποία με ευθύνη του κράτους έκλεισαν, δεν εκσυγχρονίστηκαν και ούτε υποκαταστάθηκαν, με ευθύνη των Κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Η ίδια πολιτική συνεχίσθηκε και με τις μετέπειτα μνημονιακές Κυβερνήσεις, οι οποίες οδήγησαν την Ελλάδα σε ένα φαύλο κύκλο δανεισμού, αντί να στηρίξουν έμπρακτα την εγχώρια παραγωγή.
Η ΝΙΚΗ σαν ένα γνήσιο λαϊκό κίνημα δίνει πολύ μεγάλη σημασία στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα και στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού ελέγχου έχει υποβάλει σχετική ερώτηση, υπογεγραμμένη από όλους τους Βουλευτές της, με την οποία ζητά από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα:
1. Υπάρχει εθνικό-στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής στην Ελλάδα, στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο (ΚΓΠ), το οποίο θα αποδώσει απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα έναντι των συνεχώς συρρικνούμενων ποσοτικών δεικτών στην γεωργική και κτηνοτροφική μας παραγωγή;
2. Ποια μέτρα έχουν αναληφθεί ώστε να αυξηθούν άμεσα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις οι οποίες συνεχώς μειώνονται; Έχουν ληφθεί μέτρα και κίνητρα για την προσέλκυση νέων αγροτών; Υπάρχει σχεδιασμός αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού το οποίο επιστρέφει στην ύπαιθρο (σταθερή τάση) τα τελευταία χρόνια;
3. Τι μέτρα έχουν ληφθεί για την αντιστροφή του συνεχώς συρρικνούμενου αριθμού του μηχανοκίνητου αλιευτικού μας στόλου; Έχουν εκδηλωθεί οι απαιτούμενες ενέργειές για την χάραξη των θαλασσίων ζωνών αλίευσης ώστε να εργάζονται απρόσκοπτα οι αλιείς μας;
4. Απασχολεί το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης το χαμηλό ποσοστό διατροφικής αυτάρκειας της πατρίδας μας; Έχει καταρτίσει κάποιο πρόγραμμα ώστε να αντιστρέψει τα ποσοστά αυτά; Πως θα αντιμετωπίσει την τυχόν διατάραξη των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, είτε λόγω covid, είτε λόγω πολεμικών συγκρούσεων (περιορισμός διέλευσης container ships από το Σουέζ κλπ) και την εξ’ αυτών ανεπάρκεια εγχώριας τροφοδοσίας; Δεν θα πρέπει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να έχει Στρατηγικό στόχο την επίτευξη αυτάρκειας, τουλάχιστον σε βασικά προϊόντα διατροφής (γάλα, κρέας, τυρί, αυγά, αλιεύματα, σιτηρά) ώστε σε περίπτωση έντασης ή κρίσης στην περιοχή μας να μπορεί να εξασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια του ελληνικού πληθυσμού;
5. Υπάρχει σχεδιασμός ώστε να υπάρξει διασύνδεση ανάμεσα στους αγρότες-κτηνοτρόφους (μεμονωμένους ή σε συνεταιρισμούς) με τις Γεωπονικές Σχολές της πατρίδας μας, ώστε να επιλύονται τεχνικά προβλήματα και να παρέχεται εκπαίδευση, συνεχής ροή γνώσης και πληροφορίας και ιδιαίτερα στους νέους αγρότες;
6. Θα υπάρξει κάποια νομοθετική πρωτοβουλία για την υγιή συγκρότηση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ήδη υπαρχόντων αλλά και των νέων συνεργατικών και συνεταιριστικών σχημάτων παραγωγής σε επιχειρηματική βάση και τεχνικής υποστήριξης εκ μέρους του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης;
7. Ποια μέτρα έχουν ληφθεί ώστε να βελτιωθεί η ζωτικότητα των αγροτικών κοινοτήτων με οργάνωση κάθετων παραγωγικών και εκπαιδευτικών μονάδων ανά περιφέρεια με βάση την παραγωγή, τυποποίηση και εμπορία μοναδικών (ΠΟΠ) προϊόντων με υπεραξία;
8. Είναι στην πρόθεση του Υπουργείου να λάβει νομοθετικά και λοιπά μέτρα για την επαναλειτουργία Μονάδων παραγωγής λιπασμάτων και ζωοτροφών, με σκοπό να ανατραπεί το αρνητικό αγροτικό ισοζύγιο και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων;
Οι απαντήσεις από το αρμόδιο Υπουργείο αναμένονται με ενδιαφέρον.