Εμπαιγμός ο κατώτατος μισθός
Τα προβλήματα της κακής ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2022/2041 ανέδειξε με την ομιλία του στην Ολομέλεια ο βουλευτής Α' Ανατολικής Αττικής της ΝΙΚΗΣ, Τάσος Οικονομόπουλος. Με καθυστέρηση πολλών ετών και μετά την ισχυροποίηση της κινέζικης δύναμης στο πεδίο των ευρωπαϊκών αγιρών και μετά την εκλογή Τραμπ, που προοιωνίζεται επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να νομοθετήσει για την προστασία του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Εκείνα που πριν λίγα χρόνια λόγω των μνημονίων φρόντισε μέσω των αντιπροσώπων των Θεσμών (Τρόικας) να διαλύσει συστηματικά. Οι συλλογικοί φορείς ΓΣΕΕ και ΣΕΒ αντιδρούν εξίσου στην γραφειοκρατική διαδικασία που η Κυβέρνηση υιοθετεί η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τις άσκοπες καθυστερήσεις που δεν θέλουν ούτε οι εργαζόμενοι ούτε οι εργοδότες, κατά τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Οι συνεχείς τροποποιήσεις του ν.1876/90 μέχρι σήμερα, το βασικού νόμου περί συλλογικών διαπραγματεύσεων άφησαν απροστάτευτους τους εργαζόμενους από τις νέες μορφές συμβάσεων που επικράτησαν , τις επιχειρησιακές και ατομικές που κυριάρχησαν και επί των συλλογικών, αντίθετα στο πνεύμα των νόμων ακόμη και της Οδηγίας αυτής. Η Οδηγία αφήνει ελεύθερο το πεδίο για να νομοθετήσει η κάθε χώρα τον τρόπο που θα λάβει υπόψιν τα τέσσερα κριτήρια που θα πρέπει να αναπροσαρμόζουν τους μισθούς. Τα δύο (τιμάριθμος συγκεκριμένων προϊόντων και αγοραστική δύναμη μισθών) συμπεριλήφθηκαν σε έναν μαθηματικό τύπο που στρεβλά υπολογίζει το ποσοστό αναπροσαρμογής των μισθών γιατί δεν εξετάζει κυρίως τους χαμηλούς μισθούς αλλά μαζί και τους πολύ υψηλούς και βγάζει μέσο όρο εκ του οποίου λαμβάνει το μισό ποσοστό. Τα άλλα δύο αφέθηκαν να κρίνονται από επιτροπές (ρυθμό αύξησης μισθών, γενική κατάσταση οικονομίας) . Οι επιτροπές αυτές θα διέπονται από πολύ χρονοβόρο πλαίσιο εργασίας και θα γνωμοδοτούν ανεπίκαιρα ίσως ή σε αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
Τέλος οι μηχανισμοί πληροφόρησης των εργαζομένων, το δικαίωμα επανόρθωσης, οι κυρώσεις παρουσιάζονται αδύναμα και δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη ότι θα εφαρμοστούν όταν οι αρμόδιες υπηρεσίες είναι σοβαρά υποστελεχωμένες (05/12/2024).