Σε πρόσφατη δήλωση της σε εκδήλωση για το Δημογραφικό (3/6), η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αναφέρθηκε στην ενσωμάτωση των μεταναστών ως μία ευκαιρία τόσο για «οικονομική ανάπτυξη» όσο και για την «τόσο αναγκαία ανανέωση του πληθυσμιακού δυναμικού της χώρας μας».
Η δήλωσή της μας θλίβει αλλά δυστυχώς δεν μάς εκπλήσσει. Συμφωνεί ασφαλώς με τον πρωθυπουργό, που έχει επισήμως δηλώσει εχθρός του «νατιβισμού» – δηλαδή εχθρός του δικαιώματος ενός αυτόχθονος πληθυσμού (όπως είναι οι γηγενείς Έλληνες) να ορίζει το δικό του μέλλον στα πλαίσια του δικού του κράτους (όπως αυτό που πριν 200 χρόνια ίδρυσαν οι αυτόχθονες πρόγονοί μας).
Βασίλης Μιχαηλίδης
Τούτοι οἱ στίχοι πού θά τούς ζήλευε- ἄς µοῦ συγχωρεθεῖ ἡ ὑπερβολή – κι ὁ Σολωµός, εἶναι ἀπό τό ἀριστούργηµα τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ τῆς Κύπρου (καί τῆς Ἑλλάδας ὅλης), Βασίλη Μηχαηλίδη (1849-1917), πού ἔχει τίτλο « Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσίᾳ ἤ τό τραούδιν τοῦ Κυπριανοῦ». Αὐτά τά ἀθάνατα καί ἀνδρεῖα λόγια βάζει ὁ ποιητής στό στόµα τοῦ ἐθνοµάρτυρος ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ, νά λέει στούς Τούρκους, λίγο πρίν τόν ἀπαγχονίσουν στήν Λευκωσία. Μαζί του ἀποκεφαλίζονται τρεῖς µητροπολίτες, ὁ Πάφου Χρύσανθος, ὁ Κιτίου Μελέτιος, ὁ Κυρηνείας Λαυρέντιος καί ἑκατοντάδες ἄλλοι κληρικοί, ἡγούµενοι µονῶν, προύχοντες τῆς νήσου, ὡς ἀντίποινα γιά τήν Ἐθνική Ἐπανάσταση τοῦ ’21.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, την 25η Μαρτίου το έθνος μας εορτάζει διπλό Ευαγγελισμό: την έναρξη της σωτηρίας του ανθρώπου με την ενσάρκωση του Χριστού, καθώς και την έναρξη της Eπανάστασης του Γένους εναντίον της Οθωμανική αυτοκρατορίας. Ειδικότερα φέτος, ο παγκόσμιος ελληνισμός εορτάζει πανηγυρικά τα 200 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, με πληθώρα τιμητικών εκδηλώσεων για αυτό το διαχρονικής αξίας γεγονός.
Πώς φτάσαμε όμως στην Επανάσταση; Δεν γίνεται να μην ξεκινήσουμε από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Το γεγονός αυτό σήμανε την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την υποδούλωση του Γένους στον οθωμανικό ζυγό για τους επόμενους 4 αιώνες. Συνεπώς, όταν μιλάμε για τους Έλληνες την εποχή της Επανάστασης και ειδικότερα τους ανθρώπους που πήραν τα όπλα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το ότι αισθάνονταν κληρονόμοι και συνεχιστές του πιο σχετικά πρόσφατου αυτοκρατορικού παρελθόντος τους.
Οι λεγόμενοι αντεξουσιαστές, όνομα που υποκρύπτει την επώνυμη και ανώνυμη προδοσία της πατρίδας, όνομα, καρύκευμα του κάθε ανισόρροπου χαραμοφάη, στις πορείες τους για τον δολοφόνο Κουφοντίνα, κρατούσαν και ένα πανί, που έγραφε: «Όταν οι αντάρτες θα μπούνε στην Αθήνα το Σύνταγμα θα λέγεται πλατεία Κουφοντίνα». Θα μπορούσαμε να το παραφράσσουμε και να βροντοφωνάξουμε: «Όταν οι Έλληνες κυβερνήσουν την Αθήνα, το Σύνταγμα θα λέγεται πλατεία… Μπουμπουλίνας».
Παράνοια. Τι να πει κανείς; Οι Τούρκοι - το λυσσασμένο σκυλί - απειλoύν και ονειροφαντάζoνται «γαλάζιες πατρίδες» και τα απολειφάδια της πολιτικής, ασχολούνται με τον μεγαλύτερο κατά συρροήν εγκληματία της ιστορίας μας.
«Όταν οι εχθροί σου θα έχουν ξεμάθει την ορθογραφία τους, να ξέρεις ότι η νίκη πλησιάζει». Βλαντιμίρ Βολκώφ, Ρώσος λογοτέχνης
Αν είχαμε υπουργούς Παιδείας με ιθαγένεια ελληνική και με αίσθηση του τι βάρους και ποιότητας πολιτισμού είναι φορείς και όχι αχθοφόροι τυμπανιαίας αποφοράς ιδεών, το πρώτο πράγμα που θα καθιέρωναν στο Δημοτικό σχολείο είναι η ετυμολογία. Ένα δίωρο την εβδομάδα, θα αφιερωνόταν στην διδασκαλία του, γοητευτικότατου και πολύ ευχάριστου στους μαθητές, ταξιδιού στα γενέθλια, στην καταγωγή, στην αλήθεια των λέξεων. ( Έτυμον σημαίνει αληθινό, πραγματικό). Θα μπορούσε να γραφτεί ένα μικρό ετυμολογικό λεξικό, για τις δύο μεγαλύτερες τάξεις, την Ε΄ και την Στ΄, στο οποίο θα ετυμολογούνταν λέξεις της καθημερινής εμπειρίας των μαθητών. Τα κέρδη θα ήταν πολλαπλά και ευεργετικά.
«Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
λάμπουν και τα ’λαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων»
4 Φεβρουαρίου του 1843. Ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, αρπάζεται από τα φτερά της δόξας και μπαίνει διά παντός στο άγιο εικονοστάσι του Γένους. Τελευταία του επιθυμία, να βάλουν, στο μνήμα του την ημισέληνο, κάτω από τα τσαρούχια του, να την πατάει και πεθαμένος την Τουρκιά, όπως την πατούσε και όταν την πολεμούσε και την κατατρόπωνε…
Διαβάζεις τα απομνημονεύματά και τις φυλλάδες του για την Εθνεγερσία και νομίζεις ότι ανοίγεις ένα «μυρογιάλι», εκείνα τα μικρά φιαλίδια που περιέχουν αρώματα εξαίσια. Οσμή ευωδίας πνευματική αναδίδεται, παρ' όλα τα πάθια και τους καημούς εκείνης της περιόδου.
Νυχθημερόν βομβαρδιζόμαστε από τους αργόσχολους των καναλιών για τη νέας κοπής γρίπη, που αντί να καθησυχάζουν τους πολίτες, μάλλον επιτείνουν τον πανικό και την αγωνία.
Εν όψει μάλιστα και της σχολικής χρονιάς ο καημός τους μετατοπίστηκε στα εκπαιδευτήρια της χώρας, τα οποία μεταβάλλονται σύμφωνα με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αποστειρωμένα εργαστήρια.
Κι αν ο ιός της γρίπης δεν προκαλεί καμιά ανησυχία, όπως σωφρόνως μας διαβεβαιώνουν οι επιστήμονες, δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν άλλο «ιό», που έχει εισχωρήσει πλέον στα σχολεία και προσβάλλει, όχι το σώμα, αλλά την ψυχή των μαθητών, που διαφθείρει και καταστρέφει άγουρες συνειδήσεις.
Από ένα εξαιρετικό στιχούργημα του Παλαμά είναι κλεμμένος ο τίτλος. («Ιερές κλεψίες» έλεγε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, την προσφυγή στους τρανούς του Γένους). Είναι αφιερωμένο στην ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και στην ημέρα του ευαγγελισμού της πατρίδος, όταν γιορτάζουμε τα δύο «χαίρε». Το «χαίρε» του αρχαγγέλου και το «χαίρε» του εθνικού μας ποιητή.
«Σβήνουν δυο νύχτες, και δυο αυγές προβάλλουν στον αγέρα.
Δυο λευτεριές που σμίγουνε μέσα στην ίδια μέρα.
Δυο λευτεριές ματόβρεχτες, παιδιά μεγάλου κόπου,
η λευτεριά του Έλληνα κι η λευτεριά του ανθρώπου».
«Έως πότε, πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον Γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας;». Ο Κεφαλλονίτης Επίσκοπος Κερνίτζης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714), εκφώνησε ως Αρχιμανδρίτης στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Βενετίας, στον οποίο υπηρέτησε, πιθανόν το 1698, λόγο πανηγυρικό «εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου» και είπε, μεταξύ άλλων, και τα παραπάνω.
Τότε τα δεσμά ήταν φανερά, η δουλεία στην τουρκική κτηνωδία «τηγάνιζε» και ποδοπατούσε το Γένος. Όμως υπήρχε η πίστη και η ελπίδα στην εθνική του ανάστασή.
Μπορεί να καυχάται η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας για την τηλεδιδασκαλία όμως «ενδέχεται άλλως έχειν», όπως ακουγόταν στην εκκλησία του δήμου τα αρχαία χρόνια. Δεν είναι όλα ρόδινα. Το διαδίκτυο και η έκθεσή του σ’ αυτό επί ώρες, για μικρούς μαθητές, είναι πολλές φορές καταστρεπτικό. Ακόμη και αν ο σκοπός είναι ιερός, τα μέσα δεν αγιάζονται.
Πρώτον: Είναι γνωστό ότι το διαδίκτυο με την τεράστια αποθήκευση πληροφοριών δημιουργεί στο χρήστη του, ιδίως στις νεότερες ηλικίες, την ολέθρια ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος κατέχει και έχει κατακτήσει αυτές τις γνώσεις. Το θεωρεί, τρόπον τινά, ως προέκταση, εξάρτημα της μνήμης του. Γι’ αυτό η μελέτη θεωρείται πια χάσιμο χρόνου, γίνεται αντικείμενο χλεύης, πράγμα καταστρεπτικότατο για την γλώσσα και την σκέψη. «Μελέτη το παν» έλεγαν οι αρχαίοι. Το βιβλίο μορφώνει, το διαδίκτυο πληροφορεί και…παραπληροφορεί.
Δικαίως διαμαρτυρόμαστε και πονάμε και αισθανόμαστε ορφανοί, γιατί κλειδαμπαρώθηκαν οι ναοί της Εκκλησίας μας. Και όπως οι άνθρωποι που έχασαν ένα πολυαγαπημένο πρόσωπο, το θυμούνται με συγκίνηση, θρηνούν περισσότερο και νιώθουν έντονα την απουσία του, τις «χρονιάρες» ημέρες, Πάσχα και Χριστούγεννα, έτσι και εμείς, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αισθανόμαστε θλίψη και σπαραγμό, γιατί δεν θα μπορέσουμε ούτε τα φετινά Χριστούγεννα, να «δειπνήσουμε» στον οίκο του Πατέρα τους. Όπως και το περασμένο Πάσχα, δεν θα εισέλθουμε στην χαρά του Κυρίου μας. Ο σύγχρονος Πιλάτος έχει τοποθετήσει φρουρές και κουστωδίες, να απαγορεύουν διά ροπάλου την είσοδο.
Πρώτον: Κάποτε η Διοίκηση διορίζει τον Μακρυγιάννη "αρχηγό των Αθηναίων". Τον πλησιάζει ο Γρόπιος (Gropius), πρόξενος της Αούστριας και του λέει να δεχτεί τον "Γκόρδον", τον Άγγλο, ως αρχηγό, διότι θα
βάλει τα χρήματα. Απαντά ο πατριδοφύλακας στρατηγός: "Σύρε πες του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλει τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι (= δέχομαι να γίνει), διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγει να μου δίνει να πίνω εγώ το κάτουρο. Το κάνω αυτό και του το δίνω εγγράφως".
(Απομνημονεύματα, εκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 483). Έχουμε, οι τωρινοί Έλληνες, τέτοια αγάπη για την πατρίδα;
Τιμά και γεραίρει η Εκκλησία μας, στις 9 Νοεμβρίου κάθε έτους, την μνήμη του Αγίου Νεκταρίου, ενός από τους πιο αγαπητούς αγίους του ορθόδοξου λαού μας. Τον αγαπάμε και τον ευλαβούμαστε και εμείς οι δάσκαλοι, όσοι πιστεύουμε στον Σωτήρα Χριστό μας, γιατί ο άγιος υπήρξε και δάσκαλος.
Γύρω στο 1866 περίπου, ο 20χρονος τότε Αναστάσιος, φεύγει από την Πόλη και πηγαίνει στην τουρκοκρατούμενη Χίο. Η ευρεία του μόρφωση, η ολοκάρδιος αγάπη και το ήθος του, εκτιμήθηκαν και αναλαμβάνει καθήκοντα διδασκάλου στο χωριό Λιθί. Επί μια δεκαετία το μυροβόλο και γόνιμο αποτύπωμά του, μένει ανεξίτηλο στις καρδιές των κατοίκων και μαθητών του. Μαθητής του και μετέπειτα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων, Ι. Νεομονιτάκης, θα γράψει:
Στην ερώτηση, ποιος ήταν ο πρώτος και ποιος ο τελευταίος αυτοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τι θα απαντούσαμε άραγε; Αν θα απαντούσαμε σωστά για τον πρώτο με τον Ιούλιο Καίσαρα, ίσως να δυσκολευόμασταν να απαντήσουμε για τον τελευταίο, που δεν ήταν άλλος από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Έχοντας λοιπόν κατά νου πως το βυζάντιο, -όρος δυτικός ο οποίος εισήχθη τον 16αιώνα από Γερμανούς μελετητές - δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η Ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μπορούμε να αντιληφθούμε την ακτινοβολία και την σημασία της στον τότε γνωστό κόσμο.
Ο ελληνικός πολιτισμός όντας πανάρχαιος, έκανε ένα μεγάλο ταξίδι από τις απαρχές του μέχρι σήμερα. Όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και εμπλουτίστηκε με το διάβα των αιώνων. Έτσι από την εποχή των Μυκηναίων και τον Τρωικό πόλεμο του Ομήρου, την βυζαντινή περίοδο και την τουρκοκρατία φτάνοντας στο σήμερα, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν. Αυτά είναι η φιλοξενία , η τιμή στους νεκρούς και τα ταφικά έθιμα, η εξωστρέφεια και η επαφή με άλλους πολιτισμούς μέσω του εμπορίου και της φιλοσοφίας καθώς και η ελληνική γλώσσα.